λογευτής

λογευτής
λογ-ευτής, οῦ, ,
A tax-collector, ib.9.2, al. (iii B. C.), Ostr.318, PTeb.90 (i B. C.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογευτής — λογευτής, ὁ (Α) [λογεύω] κρατικός υπάλληλος στην Αίγυπτο, τού οποίου έργο ήταν η συγκέντρωση τών φόρων …   Dictionary of Greek

  • πιστολογευτής — ὁ, Α έμπιστος εισπράκτορας χρεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός + λογευτής «συλλέκτης φόρων» (< λογεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”